- κοπροχολινογόνο
- το(βιοχ.) προϊόν τής ενζυματικής διάσπασης χολοχρωστικών μέσα στο έντερο, που αποβάλλεται εν μέρει με τα κόπρανα και εν μέρει με τα ούρα ως ουροχολινογόνο.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το α' και το γ' συνθετικό της, πρβλ. γαλλ. coprobilinogene < coprobilin- (πρβλ. κοπροχολίνη) + συνδετικό φωνήεν -ο- + -gene (πρβλ. -γενής < γένος) που αποδίδεται ως -γονο].
Dictionary of Greek. 2013.